- στηθάριο
- στηθάριο τοикона, на которой изображается верхняя часть тела (Христа, Богородицы, святых), «погрудная» иконаЭтим.< στήθος «грудь»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Δεσφίνα — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.024 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 30 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του δήμου Δεσφίνης. Στη Δ. υπάρχει ένα σημαντικό βυζαντινό μνημείο, ο … Dictionary of Greek